χρυσόκαρπος

χρυσόκαρπος
και χρυσεόκαρπος, -ον, Α
1. αυτός που φέρει χρυσούς καρπούς
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ χρυσόκαρπος
ο κισσός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)-* / χρυσεο- + -καρπoς (< καρπός), πρβλ. ἀγλαό-καρπος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χρυσόκαρπος — χρῡσόκαρπος , χρυσόκαρπος with golden fruit masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… …   Dictionary of Greek

  • ποιητικός — ή, ό / ποιητικός, ή, όν, ΝΜΑ [ποιητής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ποίηση ή στον ποιητή (α. «ποιητικό ύφος» β. «ποιητική εικόνα» γ. «ποιητική σύλληψη» δ. «καὶ γὰρ τῇ λέξει ποιητικωτέρᾳ καὶ ποικιλωτέρᾳ τὰς πράξεις δηλοῡσι», Ισοκρ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • χρυσεόκαρπος — ον, Α βλ. χρυσόκαρπος …   Dictionary of Greek

  • χρυσοκάρποισι — χρῡσοκάρποισι , χρυσόκαρπος with golden fruit masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσοκάρποισιν — χρῡσοκάρποισιν , χρυσόκαρπος with golden fruit masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”